δοκησίσοφος

δοκησίσοφος
δοκησίσοφος
wise in one's own conceit
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοκησίσοφος — η, ο (AM δοκησίσοφος, ον) αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός] …   Dictionary of Greek

  • δοκησίσοφος — ο αυτός που νομίζει ότι είναι σοφός και το επιδεικνύει, ο οιηματίας: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι δοκησίσοφος και όλοι τον αποφεύγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκησίσοφον — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc sg δοκησίσοφος wise in one s own conceit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφοις — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφου — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφους — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφων — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφῳ — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησίσοφοι — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισοφώ — (AM δοκησισοφῶ, έω) [δοκησίσοφος] είμαι δοκησίσοφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”